- εκβοήθεια
- ἐκβοήθεια, η (Α)έξοδος πολιορκουμένων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκβοηθείας — ἐκβοηθείᾱς , ἐκβοήθεια sally fem acc pl ἐκβοηθείᾱς , ἐκβοήθεια sally fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)